- ὑπαργυρίζουσαν
- ὑπαργυρίζωto be silver-greypres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαργυρίζω — Μ [ὑπάργυρος] αρχίζω να έχω ή έχω κάπως το χρώμα τού αργύρου («τὴν ὑπαργυρίζουσαν τῷ χρόνῳ τρίχα», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek